απορφάνιση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η απορφάνιση οι απορφανίσεις
      γενική της απορφάνισης* των απορφανίσεων
    αιτιατική την απορφάνιση τις απορφανίσεις
     κλητική απορφάνιση απορφανίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, απορφανίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

απορφάνιση < (καθαρεύουσα) απορφάνισις < απορφανίζω + -σις

Ουσιαστικό

απορφάνιση θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.