οριοθετήσεις
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
οριοθετήσεις
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
οριοθετήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του οριοθέτηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.