ορθωμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ορθωμένος | η | ορθωμένη | το | ορθωμένο |
| γενική | του | ορθωμένου | της | ορθωμένης | του | ορθωμένου |
| αιτιατική | τον | ορθωμένο | την | ορθωμένη | το | ορθωμένο |
| κλητική | ορθωμένε | ορθωμένη | ορθωμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ορθωμένοι | οι | ορθωμένες | τα | ορθωμένα |
| γενική | των | ορθωμένων | των | ορθωμένων | των | ορθωμένων |
| αιτιατική | τους | ορθωμένους | τις | ορθωμένες | τα | ορθωμένα |
| κλητική | ορθωμένοι | ορθωμένες | ορθωμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ορθωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ορθώνω
Μεταφράσεις
ορθωμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.