ορθοδοντία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ορθοδοντία οι ορθοδοντίες
      γενική της ορθοδοντίας των ορθοδοντιών
    αιτιατική την ορθοδοντία τις ορθοδοντίες
     κλητική ορθοδοντία ορθοδοντίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ορθοδοντία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική orthodontie < αρχαία ελληνική ὀρθός + ὀδούς

Ουσιαστικό

ορθοδοντία θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.