ορειβατισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ορειβατισμός οι ορειβατισμοί
      γενική του ορειβατισμού των ορειβατισμών
    αιτιατική τον ορειβατισμό τους ορειβατισμούς
     κλητική ορειβατισμέ ορειβατισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ορειβατισμός < ορειβάτης + -ισμός

Ουσιαστικό

ορειβατισμός αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.