οργαντίνα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | οργαντίνα | οι | οργαντίνες |
| γενική | της | οργαντίνας | — | |
| αιτιατική | την | οργαντίνα | τις | οργαντίνες |
| κλητική | οργαντίνα | οργαντίνες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Φορεματάκι κούκλας από οργαντίνα
Ετυμολογία
- οργαντίνα < οργκαντίνα (το γ προέκυψε από λόγια προέλευση) < (άμεσο δάνειο) ιταλική organtina < γαλλική organdi < Urgench / Урганч / گرگانج (όνομα πόλης στην οποία κατασκευάζονταν τέτοια υφάσματα· η παλιά πόλη βρισκόταν στο Τουρκμενιστάν ενώ η σημερινή στο Ουζμπεκιστάν)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.