μουσελίνα
Νέα ελληνικά (el)
.jpg.webp)
γυναίκα με μουσελίνα
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μουσελίνα | οι | μουσελίνες |
| γενική | της | μουσελίνας | των | μουσελινών |
| αιτιατική | τη | μουσελίνα | τις | μουσελίνες |
| κλητική | μουσελίνα | μουσελίνες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μουσελίνα < (άμεσο δάνειο) γαλλική mousseline + -α < ιταλική mussolina < Mussolo (Μοσούλη, πόλη στο βόρειο Ιράκ)
Ουσιαστικό
μουσελίνα θηλυκό
-
μουσελίνα στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.