οργανογένεση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | οργανογένεση | οι | οργανογενέσεις |
| γενική | της | οργανογένεσης* | των | οργανογενέσεων |
| αιτιατική | την | οργανογένεση | τις | οργανογενέσεις |
| κλητική | οργανογένεση | οργανογενέσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, οργανογενέσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- οργανογένεση < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική organogenesis[1] ή λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική organogenèse[1] < αρχαία ελληνική ὄργανον + γένεσις < γίγνομαι
Ουσιαστικό
οργανογένεση θηλυκό
- (βιολογία) διαδικασία κατά την οποία τα όργανα ενός οργανισμού σχηματίζονται από τα βλαστικά κύτταρα
Συγγενικά
Μεταφράσεις
οργανογένεση
- οργανογένεση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.