ορατότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ορατότητα οι ορατότητες
      γενική της ορατότητας των ορατοτήτων
    αιτιατική την ορατότητα τις ορατότητες
     κλητική ορατότητα ορατότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ορατότητα < καθαρεύουσα ὁρατότης < μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική visibilité · ορατός + -ότης / -ότητα

Προφορά

ΔΦΑ : /o.ɾaˈto.ti.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ορατότητα

Ουσιαστικό

ορατότητα θηλυκό

  • η δυνατότητα να βλέπει κάτι ένας παρατηρητής χωρίς να παρεμποδίζεται από εμπόδια ή μετεωρολογικά φαινόμενα (όπως ομίχλη)
    Η ορατότητα στις εθνικές οδούς θα είναι σημαντικά περιορισμένη λόγω ομίχλης,

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.