οπός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο οπός οι οποί
      γενική του οπού των οπών
    αιτιατική τον οπό τους οπούς
     κλητική οπέ οποί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

οπός < αρχαία ελληνική ὀπός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *sokʷos (χυμός)

Ουσιαστικό

οπός αρσενικό

  1. (λόγιο) χυμός
  2. (ειδικότερα) γαλακτώδης χυμός φυτικού ιστού

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.