οπτόπλινθος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οπτόπλινθος οι οπτόπλινθοι (οπτόπλινθες)
      γενική της οπτοπλίνθου των οπτοπλίνθων
    αιτιατική την οπτόπλινθο τις οπτοπλίνθους (οπτόπλινθες)
     κλητική οπτόπλινθε (οπτόπλινθο) οπτόπλινθοι (οπτόπλινθες)
Κατηγορία όπως «διάμετρος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

οπτόπλινθος < οπτ(ός) + -ό- + πλίνθος από την αρχαία φράση πλίνθοι ὀπταί[1]

Ουσιαστικό

οπτόπλινθος θηλυκό

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.