οπτόπλινθος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | οπτόπλινθος | οι | οπτόπλινθοι (οπτόπλινθες) |
| γενική | της | οπτοπλίνθου | των | οπτοπλίνθων |
| αιτιατική | την | οπτόπλινθο | τις | οπτοπλίνθους (οπτόπλινθες) |
| κλητική | οπτόπλινθε (οπτόπλινθο) | οπτόπλινθοι (οπτόπλινθες) | ||
| Κατηγορία όπως «διάμετρος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Συνώνυμα
- ελληνιστική κοινή ὀπτόπλινθα
- βήσαλο
Αναφορές
- οπτόπλινθος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.