οπλονόμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | οπλονόμος | οι | οπλονόμοι |
| γενική | του | οπλονόμου | των | οπλονόμων |
| αιτιατική | τον | οπλονόμο | τους | οπλονόμους |
| κλητική | οπλονόμε | οπλονόμοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /o.ploˈno.mos/
Ουσιαστικό
οπλονόμος αρσενικό
- (στρατιωτικός όρος) (ο αρχαιότερος) υπαξιωματικός του πολεμικού ναυτικού με αυξημένες δικαιοδοσίες επιτήρησης και αστυνόμευσης των ναυτών, φύλαξης και συντήρησης του οπλισμού κ.λπ.
Συγγενικά
- οπλονομείο
- → δείτε τις λέξεις όπλο και νόμος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.