οπλονομείο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το οπλονομείο τα οπλονομεία
      γενική του οπλονομείου των οπλονομείων
    αιτιατική το οπλονομείο τα οπλονομεία
     κλητική οπλονομείο οπλονομεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

οπλονομείο < οπλονόμος + -είο < όπλο + -ο- + -νόμος

Προφορά

ΔΦΑ : /o.plo.noˈmi.o/

Ουσιαστικό

οπλονομείο ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.