οξυγονοκόλληση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | οξυγονοκόλληση | οι | οξυγονοκολλήσεις |
| γενική | της | οξυγονοκόλλησης | των | οξυγονοκολλήσεων |
| αιτιατική | την | οξυγονοκόλληση | τις | οξυγονοκολλήσεις |
| κλητική | οξυγονοκόλληση | οξυγονοκολλήσεις | ||
| Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
| Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Οξυγονοκόλληση από τεχνίτη.
Ετυμολογία
- οξυγονοκόλληση < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ὀξυγονοκόλλησις < οξυγόν(ον) + -ο- + κόλληση (με -σις > -ση), (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική oxywelding [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /o.ksi.ɣo.noˈko.li.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐ξυ‐γο‐νο‐κόλ‐λη‐ση
Ουσιαστικό
οξυγονοκόλληση θηλυκό
- (μεταλλουργία) τεχνική συγκόλλησης ή κοπής μετάλλων με την καύση μίγματος οξυγόνου και ενός άλλου αερίου
- η συσκευή που χρησιμοποιείται στην τεχνική αυτή
Συγγενικά
- οξυγονοκολλητής
- → δείτε τις λέξεις οξυγόνο, κόλληση και κολλάω
Αναφορές
- οξυγονοκόλληση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.