οξυγονοκολλητής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | οξυγονοκολλητής | οι | οξυγονοκολλητές |
| γενική | του | οξυγονοκολλητή | των | οξυγονοκολλητών |
| αιτιατική | τον | οξυγονοκολλητή | τους | οξυγονοκολλητές |
| κλητική | οξυγονοκολλητή | οξυγονοκολλητές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Οξυγονοκολλητής σε ώρα εργασίας.
Ετυμολογία
- οξυγονοκολλητής < οξυγονοκόλληση
Ουσιαστικό
οξυγονοκολλητής αρσενικό
- (επάγγελμα) ο τεχνίτης που συγκολλά μέταλλα χρησιμοποιώντας οξυγονοκόλληση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.