οξυγονοθεραπεία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οξυγονοθεραπεία οι οξυγονοθεραπείες
      γενική της οξυγονοθεραπείας των οξυγονοθεραπειών
    αιτιατική την οξυγονοθεραπεία τις οξυγονοθεραπείες
     κλητική οξυγονοθεραπεία οξυγονοθεραπείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

οξυγονοθεραπεία < οξυγόνο + -ο- + -θεραπεία ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική oxygen therapy)

Ουσιαστικό

οξυγονοθεραπεία θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.