ομορφότατος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ομορφότατος η ομορφότατη το ομορφότατο
      γενική του ομορφότατου της ομορφότατης του ομορφότατου
    αιτιατική τον ομορφότατο την ομορφότατη το ομορφότατο
     κλητική ομορφότατε ομορφότατη ομορφότατο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ομορφότατοι οι ομορφότατες τα ομορφότατα
      γενική των ομορφότατων των ομορφότατων των ομορφότατων
    αιτιατική τους ομορφότατους τις ομορφότατες τα ομορφότατα
     κλητική ομορφότατοι ομορφότατες ομορφότατα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ομορφότατος < όμορφ(ος) + -ότατος. Δείτε και το αρχαίο εὐμορφότατος

Προφορά

ΔΦΑ : /o.moɾˈfo.ta.tos/

Επίθετο

ομορφότατος, -η, -ο

Συνώνυμα

Αντώνυμα

  • ασχημότατος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.