similitude

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

similitude (en)

  1. (μη αριθμητό) η ομοιότητα με κάτι άλλο
  2. (αριθμητό) κάτι που μοιάζει με κάτι άλλο, ένα αντίγραφο

Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

similitude < λατινική similitudo

Προφορά

ΔΦΑ : /si.mi.li.tyd/

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
similitude similitudes

similitude (fr) θηλυκό

  1. η ομοιότητα
     συνώνυμα: ressemblance, similarité
  2. η παρομοίωση
  3. η αναλογία
     συνώνυμα: analogie

Αντώνυμα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.