ομοιόγραφος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ομοιόγραφος | η | ομοιόγραφη | το | ομοιόγραφο |
| γενική | του | ομοιόγραφου | της | ομοιόγραφης | του | ομοιόγραφου |
| αιτιατική | τον | ομοιόγραφο | την | ομοιόγραφη | το | ομοιόγραφο |
| κλητική | ομοιόγραφε | ομοιόγραφη | ομοιόγραφο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ομοιόγραφοι | οι | ομοιόγραφες | τα | ομοιόγραφα |
| γενική | των | ομοιόγραφων | των | ομοιόγραφων | των | ομοιόγραφων |
| αιτιατική | τους | ομοιόγραφους | τις | ομοιόγραφες | τα | ομοιόγραφα |
| κλητική | ομοιόγραφοι | ομοιόγραφες | ομοιόγραφα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ομοιόγραφος < ελληνιστική κοινή ὁμοιόγραφος < αρχαία ελληνική ὁμοῖος / ὅμοιος + γράφω
Επίθετο
ομοιόγραφος, -η, -ο
- που έχει γραφτεί με τον ίδιο τρόπο
- ※ ομοιόγραφος και εμπιστευτική διακοίνωσις των Αντιπρέσβεων των τριών Δυνάμεων προς την Ελληνικής Κυβέρνησιν περί του Πρωτοκόλλου της 4/16 Ιουνίου 1830 (Αλέξανδρος Ι. Σούτσος, Συλλογή των εις το Εξωτερικόν Δημόσιον Δίκαιο της Ελλάδος, Αθήνα, 1858, σελ. 356)
- (ουσιαστικοποιημένο) ομοιόγραφο: αντίγραφο με καρμπόν
Μεταφράσεις
ομοιόγραφος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.