ολόκαρδος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ολόκαρδος | η | ολόκαρδη | το | ολόκαρδο |
| γενική | του | ολόκαρδου | της | ολόκαρδης | του | ολόκαρδου |
| αιτιατική | τον | ολόκαρδο | την | ολόκαρδη | το | ολόκαρδο |
| κλητική | ολόκαρδε | ολόκαρδη | ολόκαρδο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ολόκαρδοι | οι | ολόκαρδες | τα | ολόκαρδα |
| γενική | των | ολόκαρδων | των | ολόκαρδων | των | ολόκαρδων |
| αιτιατική | τους | ολόκαρδους | τις | ολόκαρδες | τα | ολόκαρδα |
| κλητική | ολόκαρδοι | ολόκαρδες | ολόκαρδα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ολόκαρδος < μεσαιωνική ελληνική ολόκαρδος < ολο- + καρδιά
Προφορά
- ΔΦΑ : /oˈlo.kaɾ.ðos/
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
ολόκαρδος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.