Ολυμπιακός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Ολυμπιακός οι Ολυμπιακοί
      γενική του Ολυμπιακού των Ολυμπιακών
    αιτιατική τον Ολυμπιακό τους Ολυμπιακούς
     κλητική Ολυμπιακέ Ολυμπιακοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Ολυμπιακός < ολυμπιακός < αρχαία ελληνική Ὀλυμπιακός

Κύριο όνομα

Ολυμπιακός αρσενικό

  1. (αθλητισμός) αθλητικός σύλλογος με έδρα την Αθήνα, o ΟΣΦΠ
  2. (πληθυντικός) Ολυμπιακοί: (προφορικό) οι οπαδοί του Ολυμπιακού

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.