αντιπαράγωγος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αντιπαράγωγος οι αντιπαράγωγοι
      γενική της αντιπαραγώγου των αντιπαραγώγων
    αιτιατική την αντιπαράγωγο τις αντιπαραγώγους
     κλητική αντιπαράγωγε αντιπαράγωγοι
Κατηγορία όπως «άμπελος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αντιπαράγωγος < αντι- + παράγωγος (ουσιαστικό) ( = το αποτέλεσμα της αντιστροφής της παραγώγισης)  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

αντιπαράγωγος θηλυκό

  • (μαθηματικά) μια συνάρτηση που σε ένα διάστημα έχει ως παράγωγο τη συνάρτηση (δηλαδή ), ονομάζεται αντιπαράγωγος της · συμβολισμός: ()

Σημειώσεις

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.