ολισθητήρας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ολισθητήρας οι ολισθητήρες
      γενική του ολισθητήρα των ολισθητήρων
    αιτιατική τον ολισθητήρα τους ολισθητήρες
     κλητική ολισθητήρα ολισθητήρες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ολισθητήρας < ολισθητήρ < ολισθαίνω

Ουσιαστικό

ολισθητήρας αρσενικό

  1. τμήμα ενός συνόλου, που συμβάλλει στην ολίσθηση
  2. εξάρτημα μηχανής που κινείται ολισθαίνοντας σε μια επιφάνεια
  3. (στρατιωτικός όρος) τμήμα πυροβόλου όπλου

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.