ολισθητήρας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ολισθητήρας | οι | ολισθητήρες |
| γενική | του | ολισθητήρα | των | ολισθητήρων |
| αιτιατική | τον | ολισθητήρα | τους | ολισθητήρες |
| κλητική | ολισθητήρα | ολισθητήρες | ||
| Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ολισθητήρας < ολισθητήρ < ολισθαίνω
Ουσιαστικό
ολισθητήρας αρσενικό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.