ολιγόμηνος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ολιγόμηνος | η | ολιγόμηνη | το | ολιγόμηνο |
| γενική | του | ολιγόμηνου | της | ολιγόμηνης | του | ολιγόμηνου |
| αιτιατική | τον | ολιγόμηνο | την | ολιγόμηνη | το | ολιγόμηνο |
| κλητική | ολιγόμηνε | ολιγόμηνη | ολιγόμηνο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ολιγόμηνοι | οι | ολιγόμηνες | τα | ολιγόμηνα |
| γενική | των | ολιγόμηνων | των | ολιγόμηνων | των | ολιγόμηνων |
| αιτιατική | τους | ολιγόμηνους | τις | ολιγόμηνες | τα | ολιγόμηνα |
| κλητική | ολιγόμηνοι | ολιγόμηνες | ολιγόμηνα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ολιγόμηνος < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ὀλιγόμηνος < ὀλιγό- + -μηνος[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /o.liˈɣo.mi.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐λι‐γό‐μη‐νος
Επίθετο
ολιγόμηνος, -η, -ο
- που έχει διάρκεια λίγων μηνών
- ※ Απόλυτα διασταυρωμένες πληροφορίες […] φέρουν την κυβέρνηση αποφασισμένη να προχωρήσει στην αλλαγή του συνδικαλιστικού νόμου ως το τέλος του 2013, αφού προηγηθεί ολιγόμηνος διάλογος με τις συνδικαλιστικές οργανώσεις.
- Κώστας Παπαδής, Νόμος-φρένο στις… απεργίες, Το Βήμα, 10 Φεβρουαρίου 2013
- ※ Απόλυτα διασταυρωμένες πληροφορίες […] φέρουν την κυβέρνηση αποφασισμένη να προχωρήσει στην αλλαγή του συνδικαλιστικού νόμου ως το τέλος του 2013, αφού προηγηθεί ολιγόμηνος διάλογος με τις συνδικαλιστικές οργανώσεις.
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
ολιγόμηνος
|
|
Αναφορές
- ολιγόμηνος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.