ολιγανθρωπία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ολιγανθρωπία οι ολιγανθρωπίες
      γενική της ολιγανθρωπίας των ολιγανθρωπιών
    αιτιατική την ολιγανθρωπία τις ολιγανθρωπίες
     κλητική ολιγανθρωπία ολιγανθρωπίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ολιγανθρωπία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὀλιγανθρωπία < ὀλιγάνθρωπος

Ουσιαστικό

ολιγανθρωπία θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.