ολιγάνθρωπος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ολιγάνθρωπος οι ολιγάνθρωποι
      γενική του ολιγανθρώπου των ολιγανθρώπων
    αιτιατική τον ολιγάνθρωπο τους ολιγανθρώπους
     κλητική ολιγάνθρωπε ολιγάνθρωποι
Κατηγορία όπως «άνθρωπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ολιγάνθρωπος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὀλιγάνθρωπος < ὀλίγος + ἄνθρωπος

Επίθετο

ολιγάνθρωπος -η -ο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Γεώργιος Δ. Ζηκίδης (1926), Λεξικόν ορθογραφικόν και χρηστικόν της ελληνικής γλώσσης. 4η βελτιωμένη έκδοση. Αθήνα: Ι. Σιδέρης, σελ. 802.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.