οκτάρι

Νέα ελληνικά (el)

τα τέσσερα οκτάρια μιας τράπουλας
το οκτάρι μιας ομάδας μπάσκετ
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το οκτάρι τα οκτάρια
      γενική του οκταριού των οκταριών
    αιτιατική το οκτάρι τα οκτάρια
     κλητική οκτάρι οκτάρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

οκτάρι < οκτ(ώ) + -άρι

Ουσιαστικό

οκτάρι ουδέτερο

  1. το ψηφίο οκτώ
  2. (κατ’ επέκταση) κάθε τι που αποτελείται από οκτώ ομοειδή αντικείμενα
    • διαμέρισμα με οκτώ κύρια δωμάτια
  3. (κατ’ επέκταση) κάθε τι που αποτελεί τυποποιημένο μέγεθος 8
  4. (αθλητισμός) ποδοσφαιριστής που είναι ο οργανωτής της ομάδας και μπορεί να γίνει δεύτερος επιθετικός που είναι πάντα τεχνίτης και παίζει λίγο πιο πίσω από τον κεντροεπιθετικό στην σύνθεση

  • οχτάρι

Συγγενικά

  • οκτάρα
  • οκταράκι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.