οκαδιάρικος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο οκαδιάρικος η οκαδιάρικη το οκαδιάρικο
      γενική του οκαδιάρικου της οκαδιάρικης του οκαδιάρικου
    αιτιατική τον οκαδιάρικο την οκαδιάρικη το οκαδιάρικο
     κλητική οκαδιάρικε οκαδιάρικη οκαδιάρικο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι οκαδιάρικοι οι οκαδιάρικες τα οκαδιάρικα
      γενική των οκαδιάρικων των οκαδιάρικων των οκαδιάρικων
    αιτιατική τους οκαδιάρικους τις οκαδιάρικες τα οκαδιάρικα
     κλητική οκαδιάρικοι οκαδιάρικες οκαδιάρικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

οκαδιάρικος < οκά + -ιάρικος

Επίθετο

οκαδιάρικος

  1. που ζυγίζει μια οκά, που έχει το βάρος μιας οκάς
  2. που είναι δυνατόν να χωρέσει ποσότητα ενός υγρού ή στερεού που έχει το βάρος μιας οκάς

Συγγενικά

  •  δείτε τη λέξη οκά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.