οκαδιάρικος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | οκαδιάρικος | η | οκαδιάρικη | το | οκαδιάρικο |
| γενική | του | οκαδιάρικου | της | οκαδιάρικης | του | οκαδιάρικου |
| αιτιατική | τον | οκαδιάρικο | την | οκαδιάρικη | το | οκαδιάρικο |
| κλητική | οκαδιάρικε | οκαδιάρικη | οκαδιάρικο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | οκαδιάρικοι | οι | οκαδιάρικες | τα | οκαδιάρικα |
| γενική | των | οκαδιάρικων | των | οκαδιάρικων | των | οκαδιάρικων |
| αιτιατική | τους | οκαδιάρικους | τις | οκαδιάρικες | τα | οκαδιάρικα |
| κλητική | οκαδιάρικοι | οκαδιάρικες | οκαδιάρικα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- οκαδιάρικος < οκά + -ιάρικος
Επίθετο
οκαδιάρικος
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη οκά
Μεταφράσεις
οκαδιάρικος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.