οικότοπος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | οικότοπος | οι | οικότοποι |
| γενική | του | οικότοπου & οικοτόπου |
των | οικότοπων & οικοτόπων |
| αιτιατική | τον | οικότοπο | τους | οικότοπους & οικοτόπους |
| κλητική | οικότοπε | οικότοποι | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
οικότοπος αρσενικό
- (νεολογισμός) (βιολογία) το φυσικό περιβάλλον και οι συνθήκες μέσα στα οποία βιώνει και αναπτύσσεται κάποιος οργανισμός (φυτικός ή ζωικός)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.