οικοτουριστικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | οικοτουριστικός | η | οικοτουριστική | το | οικοτουριστικό |
| γενική | του | οικοτουριστικού | της | οικοτουριστικής | του | οικοτουριστικού |
| αιτιατική | τον | οικοτουριστικό | την | οικοτουριστική | το | οικοτουριστικό |
| κλητική | οικοτουριστικέ | οικοτουριστική | οικοτουριστικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | οικοτουριστικοί | οι | οικοτουριστικές | τα | οικοτουριστικά |
| γενική | των | οικοτουριστικών | των | οικοτουριστικών | των | οικοτουριστικών |
| αιτιατική | τους | οικοτουριστικούς | τις | οικοτουριστικές | τα | οικοτουριστικά |
| κλητική | οικοτουριστικοί | οικοτουριστικές | οικοτουριστικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- οικοτουριστικός < οικοτουρισμός + -τικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική ecotourism
Επίθετο
οικοτουριστικός, -ή, -ό
- (νεολογισμός) που έχει σχέση με τον οικοτουρισμό ή τον οικοτουρίστα ή αναφέρεται σ’ αυτά
- 20 χρόνια λειτουργίας ετοιμάζεται να κλείσει μία από τις πρώτες πλήρεις οικοτουριστικές μονάδες της Ελλάδας στην επαρχία του Κισσάμου στη ∆υτική Κρήτη. (*)
Συγγενικά
- οικοτουριστικά
- → δείτε τις λέξεις οικοτουρισμός, οίκος, τουρισμός και τόρνος
Μεταφράσεις
οικοτουριστικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.