οικοτουριστικά
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- οικοτουριστικά < οικοτουριστικός + -ά
Μεταφράσεις
οικοτουριστικά
|
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
οικοτουριστικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του οικοτουριστικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.