οικολόγος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | οικολόγος | οι | οικολόγοι |
| γενική | του/της | οικολόγου | των | οικολόγων |
| αιτιατική | τον/την | οικολόγο | τους/τις | οικολόγους |
| κλητική | οικολόγε | οικολόγοι | ||
| Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.koˈlo.ɣos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : οι‐κο‐λό‐γος
Ουσιαστικό
οικολόγος αρσενικό ή θηλυκό
- ο/η επιστήμονας που ασχολείται με την οικολογία
- (πολιτική) ο οπαδός του οικολογικού κινήματος
- (γενικότερα) που έχει οικολογική συνείδηση και συμπεριφορά, που εκδηλώνει έμπρακτα το ενδιαφέρον για το περιβάλλον
Συγγενικά
Μεταφράσεις
Αναφορές
- οικολόγος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.