οικοδομημένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | οικοδομημένος | η | οικοδομημένη | το | οικοδομημένο |
| γενική | του | οικοδομημένου | της | οικοδομημένης | του | οικοδομημένου |
| αιτιατική | τον | οικοδομημένο | την | οικοδομημένη | το | οικοδομημένο |
| κλητική | οικοδομημένε | οικοδομημένη | οικοδομημένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | οικοδομημένοι | οι | οικοδομημένες | τα | οικοδομημένα |
| γενική | των | οικοδομημένων | των | οικοδομημένων | των | οικοδομημένων |
| αιτιατική | τους | οικοδομημένους | τις | οικοδομημένες | τα | οικοδομημένα |
| κλητική | οικοδομημένοι | οικοδομημένες | οικοδομημένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- οικοδομημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου οικοδομώ
Μεταφράσεις
οικοδομημένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.