οδοντογλυφίδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οδοντογλυφίδα οι οδοντογλυφίδες
      γενική της οδοντογλυφίδας των οδοντογλυφίδων
    αιτιατική την οδοντογλυφίδα τις οδοντογλυφίδες
     κλητική οδοντογλυφίδα οδοντογλυφίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

οδοντογλυφίδα < οδοντο- + γλυφίδα

Προφορά

ΔΦΑ : /o.ðon.do.ɣliˈfi.ða/
μια οδοντογλυφίδα

Ουσιαστικό

οδοντογλυφίδα θηλυκό

  • λεπτό και μυτερό στις άκρες ξύλο που χρησιμοποιείται για τον καθαρισμό των δοντιών μετά το φαγητό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.