ογκωμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ογκωμένος | η | ογκωμένη | το | ογκωμένο |
| γενική | του | ογκωμένου | της | ογκωμένης | του | ογκωμένου |
| αιτιατική | τον | ογκωμένο | την | ογκωμένη | το | ογκωμένο |
| κλητική | ογκωμένε | ογκωμένη | ογκωμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ογκωμένοι | οι | ογκωμένες | τα | ογκωμένα |
| γενική | των | ογκωμένων | των | ογκωμένων | των | ογκωμένων |
| αιτιατική | τους | ογκωμένους | τις | ογκωμένες | τα | ογκωμένα |
| κλητική | ογκωμένοι | ογκωμένες | ογκωμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ογκωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ογκούμαι και ογκώνομαι
Μεταφράσεις
ογκωμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.