ογκογένεση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ογκογένεση | οι | ογκογενέσεις |
| γενική | της | ογκογένεσης* | των | ογκογενέσεων |
| αιτιατική | την | ογκογένεση | τις | ογκογενέσεις |
| κλητική | ογκογένεση | ογκογενέσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, ογκογενέσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ογκογένεση < λόγιο ενδογενές δάνειο: oncogenesis < αρχαία ελληνική ὄγκος + γένεσις
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.