οβριακή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | οβριακή | οι | οβριακές |
| γενική | της | οβριακής | των | οβριακών |
| αιτιατική | την | οβριακή | τις | οβριακές |
| κλητική | οβριακή | οβριακές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
οβριακή
|
|
Ετυμολογία 2
- οβριακή < θηλυκό του οβριακός < ομβριακός < ελληνιστική κοινή ὀμβρικός < αρχαία ελληνική ὄμβριος < ὄμβρος
Μεταφράσεις
οβριακή
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.