ξύστρον
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ξύστρον < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ξύστρον
Ουσιαστικό
ξύστρον ουδέτερο
- (καθαρεύουσα) η τσουγκράνα
- (καθαρεύουσα) χοντρή λίμα για τη λείανση ξύλινων επιφανειών
- (καθαρεύουσα) το τραχύ χαλάκι στην είσοδο ενός σπιτιού για τον καθαρισμό της σόλας των παπουτσιών
- όργανο του σαλιγκαριού το οποίο φέρει 21000 δόντια για τον τεμαχισμό της τροφής
Πηγές
- ξύστρον σελ.5013 - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία. (συντομογραφίες & συγγραφέων)
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- ξύστρον < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ξύστρον
Πηγές
- ξύστρον - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | ξύστρον | τὰ | ξύστρᾰ |
| γενική | τοῦ | ξύστρου | τῶν | ξύστρων |
| δοτική | τῷ | ξύστρῳ | τοῖς | ξύστροις |
| αιτιατική | τὸ | ξύστρον | τὰ | ξύστρᾰ |
| κλητική ὦ! | ξύστρον | ξύστρᾰ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ξύστρω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ξύστροιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «τέκνον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ξύστρον < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
ξύστρον, -ου / ξῦστρον, ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)
- το ξυστρί, η ξύστρα
- δρεπάνι προσαρτημένο στα άρματα
Πρότυπο:μορές
- ξυστήρ
Πηγές
- ξύστρον, ξῦστρον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.