ξύστρον

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ξύστρον < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ξύστρον

Ουσιαστικό

ξύστρον ουδέτερο

  1. (καθαρεύουσα) η τσουγκράνα
  2. (καθαρεύουσα) χοντρή λίμα για τη λείανση ξύλινων επιφανειών
  3. (καθαρεύουσα) το τραχύ χαλάκι στην είσοδο ενός σπιτιού για τον καθαρισμό της σόλας των παπουτσιών
  4. όργανο του σαλιγκαριού το οποίο φέρει 21000 δόντια για τον τεμαχισμό της τροφής

Πηγές



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

ξύστρον < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ξύστρον

Ουσιαστικό

ξύστρον ουδέτερο

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ξύστρον τὰ ξύστρ
      γενική τοῦ ξύστρου τῶν ξύστρων
      δοτική τῷ ξύστρ τοῖς ξύστροις
    αιτιατική τὸ ξύστρον τὰ ξύστρ
     κλητική ! ξύστρον ξύστρ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ξύστρω
γεν-δοτ τοῖν  ξύστροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «τέκνον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ξύστρον < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

ξύστρον, -ου / ξῦστρον, ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)

  1. το ξυστρί, η ξύστρα
  2. δρεπάνι προσαρτημένο στα άρματα

Πρότυπο:μορές

  • ξυστήρ

Συγγενικά

  • ξυστήρ
  • ξύστρα
  • ξυστρίον
  • ξυστρίς
  • ξυστροειδής

 και δείτε τη λέξη ξύω

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.