ξυλογραφία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ξυλογραφία οι ξυλογραφίες
      γενική της ξυλογραφίας των ξυλογραφιών
    αιτιατική την ξυλογραφία τις ξυλογραφίες
     κλητική ξυλογραφία ξυλογραφίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
έργο ξυλογραφίας

Ετυμολογία

ξυλογραφία < (λόγιο δάνειο) γαλλική xylographie[1] < xylo- (< ξυλο- < ξύλον) + -graphie (< -γραφία < γράφω)

Ουσιαστικό

ξυλογραφία θηλυκό

  1. τεχνική κατά την οποία χαράζεται κάποιο σχέδιο σε ξύλο και κατόπιν αναπαράγεται ή εκτυπώνεται πολλές φορές αντιγραμμένη σε χαρτί ή άλλο υλικό
  2. το αποτέλεσμα της τεχνικής (1)

Συγγενικά

Ταυτόσημο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.