ξυλογράφημα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ξυλογράφημα | τα | ξυλογραφήματα |
| γενική | του | ξυλογραφήματος | των | ξυλογραφημάτων |
| αιτιατική | το | ξυλογράφημα | τα | ξυλογραφήματα |
| κλητική | ξυλογράφημα | ξυλογραφήματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Συγγενικά
Μεταφράσεις
ξυλογράφημα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.