ξυλοτυπία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ξυλοτυπία οι ξυλοτυπίες
      γενική της ξυλοτυπίας των ξυλοτυπιών
    αιτιατική την ξυλοτυπία τις ξυλοτυπίες
     κλητική ξυλοτυπία ξυλοτυπίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ξυλοτυπία < ξύλο + -ο- + -τυπία

Ουσιαστικό

ξυλοτυπία θηλυκό

  1. (τυπογραφία) η ξυλογραφία· η εγχάραξη στο ξύλο με σκοπό την εκτύπωση σε άλλο υλικό, συνήθως χαρτί
  2. μία ξυλοτυπική εκτύπωση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.