ξυλοτυπία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ξυλοτυπία | οι | ξυλοτυπίες |
| γενική | της | ξυλοτυπίας | των | ξυλοτυπιών |
| αιτιατική | την | ξυλοτυπία | τις | ξυλοτυπίες |
| κλητική | ξυλοτυπία | ξυλοτυπίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
ξυλοτυπία θηλυκό
-
ξυλογραφία στη Βικιπαίδεια

-
woodcut στην αγγλική Βικιπαίδεια

-
woodblock printing στην αγγλική Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
ξυλοτυπία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.