ξυλογλυπτικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξυλογλυπτικός η ξυλογλυπτική το ξυλογλυπτικό
      γενική του ξυλογλυπτικού της ξυλογλυπτικής του ξυλογλυπτικού
    αιτιατική τον ξυλογλυπτικό την ξυλογλυπτική το ξυλογλυπτικό
     κλητική ξυλογλυπτικέ ξυλογλυπτική ξυλογλυπτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξυλογλυπτικοί οι ξυλογλυπτικές τα ξυλογλυπτικά
      γενική των ξυλογλυπτικών των ξυλογλυπτικών των ξυλογλυπτικών
    αιτιατική τους ξυλογλυπτικούς τις ξυλογλυπτικές τα ξυλογλυπτικά
     κλητική ξυλογλυπτικοί ξυλογλυπτικές ξυλογλυπτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ξυλογλυπτικός < ξυλο- + γλυπτικός

Επίθετο

ξυλογλυπτικός, -ή, -ό

  • (τέχνη) που έχει σχέση με την ξυλογλυπτική ή αναφέρεται σ’ αυτή
    Από την Παρασκευή ξεκίνησε η έκθεση της Ξυλογλυπτικής Σχολής Καλαμπάκας στην αίθουσα «Νίτσα Λιάπη» της πόλης μας, με δημιουργίες μαθητών της σχολής. (*)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.