ξυλόγλυπτο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ξυλόγλυπτο | τα | ξυλόγλυπτα |
| γενική | του | ξυλόγλυπτου | των | ξυλόγλυπτων |
| αιτιατική | το | ξυλόγλυπτο | τα | ξυλόγλυπτα |
| κλητική | ξυλόγλυπτο | ξυλόγλυπτα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

ξυλόγλυπτο του 19ου αι. που απεικονίζει τον Ιωάννη τον Βαπτιστή
Ετυμολογία
- ξυλόγλυπτο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ξυλόγλυπτος, ξυλό- + γλυπτό
Μεταφράσεις
ξυλόγλυπτο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.