ξυλισμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξυλισμένος η ξυλισμένη το ξυλισμένο
      γενική του ξυλισμένου της ξυλισμένης του ξυλισμένου
    αιτιατική τον ξυλισμένο την ξυλισμένη το ξυλισμένο
     κλητική ξυλισμένε ξυλισμένη ξυλισμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξυλισμένοι οι ξυλισμένες τα ξυλισμένα
      γενική των ξυλισμένων των ξυλισμένων των ξυλισμένων
    αιτιατική τους ξυλισμένους τις ξυλισμένες τα ξυλισμένα
     κλητική ξυλισμένοι ξυλισμένες ξυλισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ξυλισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ξυλίζω

Μετοχή

ξυλισμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.