ξυλένιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξυλένιο τα ξυλένια
      γενική του ξυλένιου
& ξυλενίου
των ξυλένιων
& ξυλενίων
    αιτιατική το ξυλένιο τα ξυλένια
     κλητική ξυλένιο ξυλένια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ξυλένιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: xylene < αρχαία ελληνική ξύλον

Ουσιαστικό

ξυλένιο ουδέτερο

  • Xylene στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.