ξούρας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ξούρας οι ξούρες
      γενική του ξούρα των ξούρων
    αιτιατική τον ξούρα τους ξούρες
     κλητική ξούρα ξούρες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ξούρας < αρχαία ελληνική ἔξωρος < ἔξω + ὥρα

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈksu.ɾas/

Ουσιαστικό

ξούρας αρσενικό

(προφορικό) (ειρωνικό) (μειωτικό)
  1. ψεύτης
     συνώνυμα: παραμυθάς, παραμυθατζής
  2. γεροξούρας
     συνώνυμα: γεροξεκούτης

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

ξούρας

  1. γενική ενικού του ξούρα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.