ξούρας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ξούρας | οι | ξούρες |
| γενική | του | ξούρα | των | ξούρων |
| αιτιατική | τον | ξούρα | τους | ξούρες |
| κλητική | ξούρα | ξούρες | ||
| Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ξούρας < αρχαία ελληνική ἔξωρος < ἔξω + ὥρα
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈksu.ɾas/
Ουσιαστικό
ξούρας αρσενικό
Μεταφράσεις
ξούρας
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.