ἔξωρος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| Ονομαστική | ὁ, ἡ ἔξωρος | τὸ ἔξωρον | οἱ, αἱ ἔξωροι | τὰ ἔξωρα |
| Γενική | τοῦ, τῆς ἐξώρου | τοῦ ἐξώρου | τῶν ἐξώρων | τῶν ἐξώρων |
| Δοτική | τῷ, τῇ ἐξώρῳ | τῷ ἐξώρῳ | τοῖς, ταῖς ἐξώροις | τοῖς ἐξώροις |
| Αιτιατική | τὸν, τὴν ἔξωρον | τὸ ἔξωρον | τοὺς, τὰς ἐξώρους | τὰ ἔξωρα |
| Κλητική | ἔξωρε | ἔξωρον | ἔξωροι | ἔξωρα |
| Πτώσεις | Δυικός | |||
| Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | ἐξώρω | |||
| Γενική-Δοτική | ἐξώροιν | |||
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις ἔξω και ὥρα
- νέα ελληνική: ξούρας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.