ἔξωρος

Αρχαία ελληνικά (grc)

Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ ἔξωρος τὸ ἔξωρον οἱ, αἱ ἔξωροι τὰ ἔξωρα
Γενική τοῦ, τῆς ἐξώρου τοῦ ἐξώρου τῶν ἐξώρων τῶν ἐξώρων
Δοτική τῷ, τῇ ἐξώρῳ τῷ ἐξώρῳ τοῖς, ταῖς ἐξώροις τοῖς ἐξώροις
Αιτιατική τὸν, τὴν ἔξωρον τὸ ἔξωρον τοὺς, τὰς ἐξώρους τὰ ἔξωρα
Κλητική ἔξωρε ἔξωρον ἔξωροι ἔξωρα
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική ἐξώρω
Γενική-Δοτική ἐξώροιν

Ετυμολογία

ἔξωρος < ἔξω + ὥρα

Επίθετο

ἔξωρος, -ος, -ον

  1. αταίριαστος, παράκαιρος
  2. μεγάλος σε ηλικία

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.