ξούρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ξούρα οι ξούρες
      γενική της ξούρας
    αιτιατική την ξούρα τις ξούρες
     κλητική ξούρα ξούρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ξούρα < ξουρ(ίζω) + (αναδρομικός σχηματισμός)
για τη μεταφορική σημασία < συσχετισμός με κουτσομπολιά σε κουρείο. Δείτε και το ελληνιστικό κουρεύς (κουτσομπόλης), το μεσαιωνικό τσουρουχία (< *ξύριχος) και το νεοελληνικό μούσι.[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈksu.ɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ξούρα

Ουσιαστικό

ξούρα θηλυκό

  • (λαϊκότροπο)
    1. το ξύρισμα
      έρριξε τις ξούρες του: ξυρίστηκε
      κόντρα ξούρα (-ες): βαθύ ξύρισμα
    2. (μεταφορικά) ψέμα, τερατολογία (συνήθως στον πληθυντικό)
      άσε τις ξούρες!: μη λές ψέματα!
       συνώνυμα: ξουρία (κατά κανόνα στον πληθυντικό: ξουρίες), μούσι (μεταφορικά)

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.