μούσι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μούσι τα μούσια
      γενική του μουσιού των μουσιών
    αιτιατική το μούσι τα μούσια
     κλητική μούσι μούσια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μούσι < (άμεσο δάνειο) γαλλική mouche (θηλυκό) + (ουδέτερο όπως το μουστάκι)[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈmu.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μούσι

Ουσιαστικό

μούσι ουδέτερο

  1. (κομμωτική) το γένι που αφήνεται να αναπτυχθεί μόνο στο πηγούνι
  2. (κατ’ επέκταση) τα γένια σε ολόκληρο το πρόσωπο, η γενειάδα
  3. (μεταφορικά) το ψέμα
    άσε τα μούσια (σταμάτα τα ψέματα)
     συνώνυμα: ξούρα, ξουρία (συνήθως στον πληθυντικό)

Παράγωγα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.