τερτίπι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τερτίπι τα τερτίπια
      γενική του τερτιπιού των τερτιπιών
    αιτιατική το τερτίπι τα τερτίπια
     κλητική τερτίπι τερτίπια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τερτίπι < (άμεσο δάνειο) τουρκική tertip < αραβική ترتيب (tartib, τακτοποίηση)

Προφορά

ΔΦΑ : /teɾˈti.pi/

Ουσιαστικό

τερτίπι ουδέτερο

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.